ξέπνοος

ξέπνοος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει πνοή, που ανασαίνει ή μιλάει αργά και πολύ σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔκπνοος (βλ. και λ. ξ[ε]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξέπνοος — η, ο αυτός που δεν έχει πνοή, ο ξεψυχισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”